Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Τα φύλα στη λογοτεχνία: Προτεινόμενο θέμα 3


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη «Ανατροπή» (εκδόσεις Κέδρος 2002 σελ. 72-75)

(Λίγο πριν το γύρισμα του 1900, ενώ η αστική τάξη διευρύνει την ακτινοβολία της και την ισχύ της, οι αυτοκρατορίες που απλώνονται στη χερσόνησο του Αίμου μέχρι ψηλά στη Νότια Ρωσία, αμφισβητούνται από κάθε λογής κινήματα. Κινήματα απελευθέρωσης από δυνάστες ή κατακτητές, από αλλοεθνείς ή αλλόδοξους, απ’ οτιδήποτε κρατάει τον κόσμο δεμένο στο χτες, στο τέλμα, στην υποταγή. Στον κόσμο αυτόν μια γυναίκα αποφασίζει το δικό της μακρύ δρόμο για μια ζωή που θέλει η ίδια να ορίζει με τα αισθήματά της, τις ιδέες της και τις επιλογές της. Μια ζωή που η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη, μαζί με τις ανατροπές που παρασέρνουν έθνη και κοινωνίες…
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Αν ήθελε κανείς πίσω από την πλάτη του Ευάγγελου κάτι να του σούρει, μια και στη Σιάτιστα, τη Σαλονίκη, την Πάτρα ή την Πόλη μαζί με το καζάντισμα πήγαινε και το κουτσομπολιό χέρι με χέρι, το μόνο που ’βρισκαν να πουν ήτανε η αδυναμία του για την Ελένη. Η λατρεία για τη μεγάλη θυγατέρα του δεν κρυβόταν. Ο τρόπος που ’χε διαλέξει να την αναθρέψει έκανε του αυστηρούς να λένε πως ήτανε ανατροφή γι’ αρσενικά κι όχι για θυγατέρες. Αλλά κι εκεί τον δικαιολογούσαν στη σκέψη πως είχε χάσει λίγων μόλις μηνών το πρώτο του παιδί, το γιο του, κι όταν γεννήθηκε το δεύτερο και ήταν κορίτσι, η στεναχώρια του ήτανε ίδια μ’ εκείνη σαν έχασε το πρώτο.
«Σε θέλω υπερήφανη και πάνω απ’ όλα την τιμή σου», τη δασκάλευε μονότονα, δίχως και να της εξηγεί τι ήτανε υπερηφάνεια μήτε να την ικανοποιεί η απάντησή του, γιατί τάχα η τιμή η ανδρική ήτανε διαφορετική απ’ την τιμή τη γυναικεία. (…)
Την έσερνε συχνά σε συναντήσεις με δημογέροντες κι εμπόρους, σαν είχαν σοβαρές κουβέντες για να ακούει να μαθαίνει. Είτε της άρεσε είτε όχι. Άλλωστε οι επιλεγμένες εκείνες συναντήσεις δεν ήτανε ποτέ για διασκέδαση ή για ψυχαγωγία, ήταν για το καλό της. Μα η Ελένη αλλιώτικα τις ζούσε. Όσες φορές συνόδευε δημόσια τον πατέρα της, ένιωθε πίσω τους ψιθύρους να τους παίρνουν καταπόδι και τα κουτσομπολιά να σιγοβράζουν. Όσο άβολα κι αν ένιωθε όμως μ’ εκείνες τις εξόδους, όσο κι αν έδειχνε με σεβασμό τη δυσφορία στο γεννήτορά της ή με ατέλειωτα παράπονα,  στο τέλος πάντα πειθαρχούσε.
Όπως πειθάρχησε σιγά σιγά στην άρνηση του πατέρα της, όταν του είπε κάποτε τη μεγάλη της επιθυμία, το όνειρό της. Πως ήθελε να γίνει δασκάλα. Κι εκείνος τότε τρόμαξε, αναπήδησε από τη θέση του, την τράβηξε στην αγκαλιά του τρυφερά και την ερώτησε τι δαίμονας σφηνώθηκε μες στο μυαλό της και αν είχε σκεφθεί καλά τη χάρη αυτή προτού την ξεστομίσει. Κι εκείνη του αποκρίθηκε πως την είχε σκεφθεί και μια και δυο, πολλές φορές και είχε καταλήξει. Πως έτσι θα μάθαινε κι άλλα γράμματα, θα ’νιωθε να ’χει μια προίκα αλλιώτικη, που θα εξαρτιόταν από εκείνη και όχι από τους δικούς του κόπους. Πως θα μπορούσε έτσι κάτι να προσφέρει.
«Δεν έχεις ανάγκη να προσφέρεις σε κανέναν τίποτα, αστέρι μου. Πού ακούστηκε η κόρη μου να πάει να δουλέψει;» την αποπήρε τότε ο Ευάγγελος με το χαμόγελο στα χείλη «Σήμερα είμαι εγώ, αύριο θα είναι ο κύρης σου κι αυτός όχι μονάχα καλύτερος από εμένα, αλλά και κάτι παραπάνω, άξιος να γίνει άντρας της θύγως μου της πρώτης.» «Και τι πειράζει να είμαι και δασκάλα;» συνέχισε απτόητη η Ελένη. Κι ο Ευάγγελος, χωρίς να χάσει την υπομονή του ή έστω χωρίς να της το δείχνει άρχισε να της αραδιάζει  όλα τα επιχειρήματα που εδραίωναν την άρνησή του. Κυρίως όμως πως με την απόφασή της αυτή θα έφευγε αναγκαστικά από το σπίτι σε καιρούς δύσκολους και επικίνδυνους, όχι μόνο για τη ζωή της, αλλά και για την τιμή της, κι αυτό κανείς πατέρας της σειράς του δε θα μπορούσε να το επιτρέψει.
«Ο κόσμος έξω είναι κακός, πού θα βρεις τέτοια στοργή και ασφάλεια; Νομίζεις ότι θα σου φέρονται όμοια, όπως τώρα, όταν σε βλέπουν δίπλα μου να περπατάς και να τους καλησπερίζεις; Σύρε και ρώτα τη μάνα σου αν δε με πιστεύεις.»  
          Μα η Ελένη κι αν ακόμη ήταν έτοιμη να συμφωνήσει, σίγουρο ήταν πως δε φοβόταν. Όπως σίγουρο ήταν πως η προοπτική που διασφάλιζε η πατρική στοργή δεν έφτανε για το φτερούγισμα που αποζητούσε. Πάνω απ’ όλα την ενοχλούσε, την ταπείνωνε και την εξόργιζε η φράση που είχε πάντα του για όλες τις περιστάσεις. «Μη βλέπεις τη μητέρα σου. Εσύ είσαι φύση αδύναμη, ευάλωτη, σαν όλες τις γυναίκες, γι’ αυτό κι εγώ φροντίζω να σου δίνω τη σωστή παιδεία.» Ένιωθε τότε να φουντώνει, να οργίζεται, ένιωθε τότε δυνατή. Δυνατή και ικανή για όλα. Κι ακόμη κι αν δεν ήταν σίγουρη πως θα γινόταν, «στο χέρι μου είναι», έλεγε ψιθυριστά.

Ερωτήσεις
1.     Με ποια στερεότυπα της εποχής της για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας έχει η Ελένη να αντιπαλέψει για να κάνει την «ανατροπή» της;
2.     Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι γονείς επενέβαιναν και καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των παιδιών τους. Πιστεύετε ότι στη σημερινή εποχή ισχύει αυτή η διαπίστωση;
3.     Τι θα συμβούλευε η μητέρα της την Ελένη, αν ζητούσε, όπως την παρότρυνε ο πατέρας της τη συμβουλή της;
4.     Γράψτε μια σελίδα του ημερολογίου της Ελένης, στην οποία θα αναφέρεται στα όνειρά της για το μέλλον της και τα εμπόδια που συναντά στην πραγμάτωσή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου