Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Τα φύλα στη λογοτεχνία: Προτεινόμενο θέμα 4


Μ. Γκανάς, Γυναικών  
 FLOKAFE Aμαρουσίου
   
FLOKAFE Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα, αφού δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό. Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω, κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει μα κάποτε τελειώνει. Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.
– Πούσκιν; τη ρωτάω
– Πούσκιν, μου απαντάει.
– Ρωσίδα; της κάνω
– Ουκρανή, διορθώνει. (Πουτάνα, σκέφτομαι).
– Όχι, ποιήτρια, μου λέει και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις σκέψεις μου.

Α.1 Να παρουσιάσετε τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που επηρεάζουν τον τρόπο που βλέπει ο αφηγητής την ηρωίδα του διηγήματος.
Β.1 Ξαναγράψτε το διήγημα με αφηγήτρια αυτή τη φορά τη γυναίκα.


Τα χέρια
    Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα
χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;»
       Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
       Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
       Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της: Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

Α.2 Πιστεύετε ότι το διήγημα είναι αντιπροσωπευτικό για τον τρόπο που η σύγχρονη κοινωνία αντιμετωπίζει τους ηλικιωμένους; 
Β2 Γράψτε μια σελίδα ημερολογίου στην οποία η ηλικιωμένη γυναίκα αποτυπώνει τις σκέψεις της για τη ζωή της και τα συναισθήματά της.

Υπερρεαλισμός- Εμπειρίκος, Τρία αποσπάσματα


Χαρακτηριστικά :
1)Σύνδεση του ονείρου και της πραγματικότητας με σκοπό τη δημιουργία μιας νέας υπερ-πραγματικότητας
2)Αυτόματη γραφή : Οι λέξεις είναι αυτόνομες κι ελεύθερες, ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους και συνδυασμένες δεν υπακούουν σε ορθολογικούς κανόνες.
3) Καταγραφή του υποσυνείδητου και των ονείρων χωρίς επέμβαση της λογικής.
4) Διακήρυξη της παντοδυναμίας του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης.
5)Εναντίωση σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής ή κοινωνικής τάξης
6) Αισιοδοξία, χιούμορ, ερωτισμός

Αντρέας Εμπειρίκος

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.


Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
όταν τ’ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ




Συμβολισμός- Λαπαθιώτης, Νυχτερινό


Συμβολισμός

Γενικά

·       Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε από τη Γαλλία γύρω στο 1880
·       Δέχεται επίδραση από τη φιλοσοφία του υποσυνειδήτου
·       Επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό την ποίηση και σε μικρότερο τη μουσική και τη ζωγραφική («ιμπρεσιονισμός»).
·       Γεννήθηκε ως αντίδραση στην ψυχρότητα του παρνασσισμού και συνιστά μια «επιστροφή» στη ρομαντική ποίηση, γι’ αυτό συχνά χαρακτηρίζεται ως νεορομαντισμός.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα
·       Μουσικότητα. Η συμβολιστική ποίηση στηρίζεται στη μαγεία των λέξεων, στις διακυμάνσεις του ρυθμού. Εξαιτίας της επιθυμίας των συμβολιστών για μουσικότητα και ρευστότητα η μορφή «χαλαρώνει» από τους αυστηρούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης (ομοιοκαταληξία και μέτρο). Οι λέξεις αποσυνδέονται από το νόημά τους κι αποκτούν δικό τους ήχο.
·       Υποβλητικότητα Ο υπαινιγμός και η διακριτική νύξη χρησιμοποιούνται ως μέσα του συμβολισμού, γιατί γοητεύουν τη φαντασία.
·       Μελαγχολική διάθεση,
·       Εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα.
·       Σύμβολα: Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων: οι συμβολιστές επεδίωξαν να αναδείξουν τη μαγεία του ανεξιχνίαστου κόσμου του ασυνειδήτου. Κάθε αίσθημα ή εντύπωση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και επομένως είναι δύσκολο να αποδοθεί με τη συμβατική γλώσσα Þ χρήση συμβόλων Þ μεταφορικά σχήματα αποκομμένα από το θέμα τους Þ ποίηση υπαινικτική και «μοντέρνα».
·       Το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο.

Ο συμβολισμός στην Ελλάδα

Εκπρόσωποι
Πρώτη ομάδα (1900-1910) αντλεί κυρίως από τη γενιά του Παλαμά, παρουσιάζει όμως σαφείς ανανεωτικές τάσεις: Γ. Καμπύσης, Κ. Χατζόπουλος, Σπ. Πασαγιάννης, Μ. Μαλακάσης, Λ. Πορφύρας, Ι. Γρυπάρης κ.ά.
Δεύτερη ομάδα (1910-1920) γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη: Απ. Μελαχρινός, Ρ.Φιλύρας, Ναπ. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου, Κ. Ουράνης, Κ.Καρυωτάκης, Μ. Πολυδούρη, Τ.Άγρας, Τ.Κ. Παπατσώνης κ.ά. Εκφράζουν γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου.
Σημαντικός εκπρόσωπος: ο Κώστας Καρυωτάκης, που, αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του.





Ναπολέων Λαπαθιώτης, Νυχτερινό

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει·
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη...

Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ᾿ αναλαμπὲς ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει
και, μέσα, η θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρίς αιτία, κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...

Ερωτήσεις
Εντοπίστε τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού στο ποίημα με τη βοήθεια των ερωτήσεων



Σύμβολα: Ποια αντικείμενα/στοιχεία του εξωτερικού κόσμου λειτουργούν ως σύμβολα; Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που παρουσιάζονται (την κατάστασή τους, ενέργειές τους  –ρήματα-, τις ιδιότητἐς τους –επίθετα-) τι νομίζετε ότι συμβολίζουν; 
Συναισθήματα: Στο συμβολισμό τα σύμβολα χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν τα συναισθήματα του ποιητή. Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεται ο ποιητής όταν γράφει το ποίημα και πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή;
Εννοιολογικό περιεχόμενο: Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος; 
Λεξιλόγιο: λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά αισθήματα: 
Υποβλητικότητα/υπαινιγμοί: Οι σκέψεις του ποιητή, τα συναισθήματά του παρουσιάζονται ρητά (λέγονται) ή υποβάλλονται έμμεσα; 
Επιρροές από τη ρομαντική θεματολογία και σκηνογραφία:
Μουσικότητα: Με ποια μέσα επιτυγχάνεται; 



Παρνασσισμός - Παλαμάς, Σαν των Φαιάκων το καράβι


Παρνασσισμός

        Λογοτεχνικό κίνημα  στα μέσα του 19ου αι. και ειδικά στη δεκαετία 1866 - 1876
        Ξεκίνησε στο λογοτεχνικό περιοδικό του Παρισιού " Σύγχρονος Παρνασσός" ( που αποτελούσε αναφορά στο ελληνικό βουνό Παρνασός  και την μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών) και εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη.
        Αναπτύχθηκε σαν αντίδραση στη χρεοκοπία του ρομαντισμού και είναι ουσιαστικά μια αναβίωση του νεοκλασικισμού, δηλαδή του αισθητικού και καλλιτεχνικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην δυτική Ευρώπη από την Αναγέννηση και μετά και πρέσβευε τη μίμηση των κλασικών προτύπων.
        Επηρεάστηκε από την αλματώδη ανάπτυξη των θετικών επιστημών που έλαβε χώρα στην δυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα και, πολύ περισσότερο, από την καινούρια και αναπτυσσόμενη ταχύτατα επιστήμη της Αρχαιολογίας. 
        Άντλησε τα περισσότερα θέματά του από τους Αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους, αλλά και από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας
        επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. 
        Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές
        Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες
        Μορφή: Ιδανικό της σχολής ήταν η τέλεια μορφολογική εμφάνιση και η ακριβολογία και η καλλιέργεια έντεχνων στροφικών συμπλεγμάτων γι’αυτό και προκρίνουν τη φόρμα του σονέτου .
         Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν η επιδίωξη και χρήση της μοναδικής, ιδιαίτερης λέξης και η τάση για ρωμαλέο στίχο με πλούσια ομοιοκαταληξία
        Χρήση εικόνων έντονων και εκρηκτικών, αλλά σε πλήρη ισορροπία μέσα στο κείμενο. 
        Στην Ελλάδα παρνασσικά ποιήματα έγραψαν ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Βιζυηνός, ο Μαβίλης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης και κυρίως ο Γρυπάρης, οι οποίοι και εξέφρασαν το πατριωτικό συναίσθημα και τη λατρεία του κλασικού. Οι ποιητές αυτοί φρόντιζαν ιδιαίτερα τη μορφή των στίχων τους και την ομοιοκαταληξία σεβόμενοι τους μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες και ενδιαφερόμενοι υπερβολικά για τη μορφή.
        Οι Έλληνες παρνασσιστές δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στην απάθεια , καθώς διατήρησαν μια αισθηματολογία, με την έννοια του υποκειμενισμού, απέναντι στα θέματα τους. 
        Εισήγαγαν την απλότητα, την καθημερινότητα και την θέρμη , ενώ μετέπλασαν και κάποια ρομαντικά θέματα (αγάπη για πατρίδα, ποίηση προσωπικού χώρου, αγάπη για ζωή). 

Κωστής Παλαμάς, [Σαν των Φαιάκων το καράβι…]

Σαν των Φαιάκων το καράβι η Φαντασία
χωρίς να την βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει...κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία

Πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγει η απελπισία
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα
και με των πόλων τυλίχτηκα τα σάβανα
και χίλια μύρια

ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμο όλο
και τι είμαι; χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβόλο
απάνω που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια.

Εργασίες
  1. Βρείτε τα παρνασσιακά στοιχεία που υπάρχουν στο ποίημα
  2. Ο Ελληνικός Παρνασσισμός, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό, δε φτάνει στην απάθεια. Ισχύει η  διαπίστωση αυτή στο ποίημα; 
  3. Κάντε έναν κατάλογο με τις καθημερινές και τις «ποιητικές» λέξεις που εντοπίζετε στο ποίημα. Ποιο αισθητικό αποτέλεσμα υπηρετούν οι συγκεκριμένες λεξιλογικές επιλογές;


Ρομαντισμός- Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Ο ρομαντισμός στη λογοτεχνία


        Θέματα: φύση, θρησκεία, έρωτας, θάνατος.
        Κυριαρχία του συναισθήματος, της φαντασίας, του ιδανικού.
        Έλξη προς το παράδοξο, το μυστηριώδες, το υπερφυσικό.
        μελαγχολική διάθεση, απαισιοδοξία, νοσταλγία.
        Έντονες εικόνες, υποβλητικά σκηνικά
        Ο πραγματικός κόσμος δε συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις, αλλά με τη φαντασία.
        Ο ρομαντικός ποιητής θεωρεί ότι η φύση είναι η «αντανάκλαση» της ψυχής, του εσωτερικού κόσμου και επιδιώκει την ταύτιση με τη φύση. Γι’ αυτό και συχνά στα ρομαντικά ποιήματα ο ποιητής εκστασιάζεται στη θέα της φύσης.
        Προσπάθεια να εκφραστεί το «εσώτερο ιδανικό» μέσα από συμβολικές εικόνες που παρουσιάζουν τα οράματα του ποιητή.
        Το όνειρο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί την πύλη που οδηγεί κατευθείαν στα άδυτα της ψυχής, στο υποσυνείδητο.
        Ρομαντικοί ποιητές: John Keats, Percy Shelley, William Wordsworth (Αγγλία), Goethe (Γερμανία), Lamartine (Γαλλία)
        Ελλάδα: Ρομαντικά χαρακτηριστικά παρουσιάζονται στα ποιήματα του Σολωμού και του Αντρέα Κάλβου. 

      John Keats, Bright star
     Bright star, would I were stedfast as thou art-
Not in lone splendour hung aloft the night
And watching, with eternal lids apart,
Like nature's patient, sleepless Eremite,
The moving waters at their priestlike task
Of pure ablution round earth's human shores,
Or gazing on the new soft-fallen mask
Of snow upon the mountains and the moors--
No--yet still stedfast, still unchangeable,
Pillow'd upon my fair love's ripening breast,
To feel for ever its soft fall and swell,
Awake for ever in a sweet unrest,
Still, still to hear her tender-taken breath,
And so live ever--or else swoon to death



(Μετάφραση)
Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
Όχι- μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπομονετικό, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.



Σολωμός Διονύσιος, Πειρασμός (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι' η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι' αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι' ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι' η ζωή, σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,
Aκίνητ' όπου κι' αν ιδής, και κάτασπρ' ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί 'δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι' όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.



Το απόσπασμα προέρχεται από το έργο του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που εμπνέεται από τον αγώνα των Μεσολογγιτών για τη διατήρηση της ελευθερίας τους. Σκοπός του όμως απώτερος είναι να παρουσιάσει τον αγώνα του κάθε ελεύθερου πνευματικά ανθρώπου  για την κατάκτηση της εσωτερικής, ηθικής του ελευθερίας. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, άλλα εξωτερικά κι άλλα εσωτερικά. Στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζεται ένας ακόμα πειρασμός που πρέπει να κατανικήσουν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του.

Ο Διονύσιος Σολωμός (1798- 1857), ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης, επηρεάστηκε από το κίνημα του Ρομαντισμού. Ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά της ποίησής του που απηχούν ρομαντικές επιδράσεις. Θα σας βοηθήσουν οι παρακάτω ερωτήσεις:

α) Ποιο είναι το θέμα/ θέματα που εντοπίζετε στο ποίημα;
β) Πώς παρουσιάζεται η φύση;
γ) Μπορείτε να εντοπίσετε στοιχεία υπερφυσικά/υπερβατικά/ονειρικά;
δ) Παρουσιάστε τα «σκηνογραφικά» στοιχεία του ποιήματος.
ε) Σκοπός των ρομαντικών ποιητών είναι να εκφράσουν μέσα από συμβολικές εικόνες το «εσώτερο ιδανικό» τους. Ποιο νομίζετε ότι είναι αυτό το ιδανικό, αυτή η υψηλή Ιδέα, που θέλει να παρουσιάσει στο ποίημα αυτό ο Σολωμός; 









Τα φύλα στη λογοτεχνία: Προτεινόμενο θέμα 3


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη «Ανατροπή» (εκδόσεις Κέδρος 2002 σελ. 72-75)

(Λίγο πριν το γύρισμα του 1900, ενώ η αστική τάξη διευρύνει την ακτινοβολία της και την ισχύ της, οι αυτοκρατορίες που απλώνονται στη χερσόνησο του Αίμου μέχρι ψηλά στη Νότια Ρωσία, αμφισβητούνται από κάθε λογής κινήματα. Κινήματα απελευθέρωσης από δυνάστες ή κατακτητές, από αλλοεθνείς ή αλλόδοξους, απ’ οτιδήποτε κρατάει τον κόσμο δεμένο στο χτες, στο τέλμα, στην υποταγή. Στον κόσμο αυτόν μια γυναίκα αποφασίζει το δικό της μακρύ δρόμο για μια ζωή που θέλει η ίδια να ορίζει με τα αισθήματά της, τις ιδέες της και τις επιλογές της. Μια ζωή που η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη, μαζί με τις ανατροπές που παρασέρνουν έθνη και κοινωνίες…
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Αν ήθελε κανείς πίσω από την πλάτη του Ευάγγελου κάτι να του σούρει, μια και στη Σιάτιστα, τη Σαλονίκη, την Πάτρα ή την Πόλη μαζί με το καζάντισμα πήγαινε και το κουτσομπολιό χέρι με χέρι, το μόνο που ’βρισκαν να πουν ήτανε η αδυναμία του για την Ελένη. Η λατρεία για τη μεγάλη θυγατέρα του δεν κρυβόταν. Ο τρόπος που ’χε διαλέξει να την αναθρέψει έκανε του αυστηρούς να λένε πως ήτανε ανατροφή γι’ αρσενικά κι όχι για θυγατέρες. Αλλά κι εκεί τον δικαιολογούσαν στη σκέψη πως είχε χάσει λίγων μόλις μηνών το πρώτο του παιδί, το γιο του, κι όταν γεννήθηκε το δεύτερο και ήταν κορίτσι, η στεναχώρια του ήτανε ίδια μ’ εκείνη σαν έχασε το πρώτο.
«Σε θέλω υπερήφανη και πάνω απ’ όλα την τιμή σου», τη δασκάλευε μονότονα, δίχως και να της εξηγεί τι ήτανε υπερηφάνεια μήτε να την ικανοποιεί η απάντησή του, γιατί τάχα η τιμή η ανδρική ήτανε διαφορετική απ’ την τιμή τη γυναικεία. (…)
Την έσερνε συχνά σε συναντήσεις με δημογέροντες κι εμπόρους, σαν είχαν σοβαρές κουβέντες για να ακούει να μαθαίνει. Είτε της άρεσε είτε όχι. Άλλωστε οι επιλεγμένες εκείνες συναντήσεις δεν ήτανε ποτέ για διασκέδαση ή για ψυχαγωγία, ήταν για το καλό της. Μα η Ελένη αλλιώτικα τις ζούσε. Όσες φορές συνόδευε δημόσια τον πατέρα της, ένιωθε πίσω τους ψιθύρους να τους παίρνουν καταπόδι και τα κουτσομπολιά να σιγοβράζουν. Όσο άβολα κι αν ένιωθε όμως μ’ εκείνες τις εξόδους, όσο κι αν έδειχνε με σεβασμό τη δυσφορία στο γεννήτορά της ή με ατέλειωτα παράπονα,  στο τέλος πάντα πειθαρχούσε.
Όπως πειθάρχησε σιγά σιγά στην άρνηση του πατέρα της, όταν του είπε κάποτε τη μεγάλη της επιθυμία, το όνειρό της. Πως ήθελε να γίνει δασκάλα. Κι εκείνος τότε τρόμαξε, αναπήδησε από τη θέση του, την τράβηξε στην αγκαλιά του τρυφερά και την ερώτησε τι δαίμονας σφηνώθηκε μες στο μυαλό της και αν είχε σκεφθεί καλά τη χάρη αυτή προτού την ξεστομίσει. Κι εκείνη του αποκρίθηκε πως την είχε σκεφθεί και μια και δυο, πολλές φορές και είχε καταλήξει. Πως έτσι θα μάθαινε κι άλλα γράμματα, θα ’νιωθε να ’χει μια προίκα αλλιώτικη, που θα εξαρτιόταν από εκείνη και όχι από τους δικούς του κόπους. Πως θα μπορούσε έτσι κάτι να προσφέρει.
«Δεν έχεις ανάγκη να προσφέρεις σε κανέναν τίποτα, αστέρι μου. Πού ακούστηκε η κόρη μου να πάει να δουλέψει;» την αποπήρε τότε ο Ευάγγελος με το χαμόγελο στα χείλη «Σήμερα είμαι εγώ, αύριο θα είναι ο κύρης σου κι αυτός όχι μονάχα καλύτερος από εμένα, αλλά και κάτι παραπάνω, άξιος να γίνει άντρας της θύγως μου της πρώτης.» «Και τι πειράζει να είμαι και δασκάλα;» συνέχισε απτόητη η Ελένη. Κι ο Ευάγγελος, χωρίς να χάσει την υπομονή του ή έστω χωρίς να της το δείχνει άρχισε να της αραδιάζει  όλα τα επιχειρήματα που εδραίωναν την άρνησή του. Κυρίως όμως πως με την απόφασή της αυτή θα έφευγε αναγκαστικά από το σπίτι σε καιρούς δύσκολους και επικίνδυνους, όχι μόνο για τη ζωή της, αλλά και για την τιμή της, κι αυτό κανείς πατέρας της σειράς του δε θα μπορούσε να το επιτρέψει.
«Ο κόσμος έξω είναι κακός, πού θα βρεις τέτοια στοργή και ασφάλεια; Νομίζεις ότι θα σου φέρονται όμοια, όπως τώρα, όταν σε βλέπουν δίπλα μου να περπατάς και να τους καλησπερίζεις; Σύρε και ρώτα τη μάνα σου αν δε με πιστεύεις.»  
          Μα η Ελένη κι αν ακόμη ήταν έτοιμη να συμφωνήσει, σίγουρο ήταν πως δε φοβόταν. Όπως σίγουρο ήταν πως η προοπτική που διασφάλιζε η πατρική στοργή δεν έφτανε για το φτερούγισμα που αποζητούσε. Πάνω απ’ όλα την ενοχλούσε, την ταπείνωνε και την εξόργιζε η φράση που είχε πάντα του για όλες τις περιστάσεις. «Μη βλέπεις τη μητέρα σου. Εσύ είσαι φύση αδύναμη, ευάλωτη, σαν όλες τις γυναίκες, γι’ αυτό κι εγώ φροντίζω να σου δίνω τη σωστή παιδεία.» Ένιωθε τότε να φουντώνει, να οργίζεται, ένιωθε τότε δυνατή. Δυνατή και ικανή για όλα. Κι ακόμη κι αν δεν ήταν σίγουρη πως θα γινόταν, «στο χέρι μου είναι», έλεγε ψιθυριστά.

Ερωτήσεις
1.     Με ποια στερεότυπα της εποχής της για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας έχει η Ελένη να αντιπαλέψει για να κάνει την «ανατροπή» της;
2.     Στις παραδοσιακές κοινωνίες οι γονείς επενέβαιναν και καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή των παιδιών τους. Πιστεύετε ότι στη σημερινή εποχή ισχύει αυτή η διαπίστωση;
3.     Τι θα συμβούλευε η μητέρα της την Ελένη, αν ζητούσε, όπως την παρότρυνε ο πατέρας της τη συμβουλή της;
4.     Γράψτε μια σελίδα του ημερολογίου της Ελένης, στην οποία θα αναφέρεται στα όνειρά της για το μέλλον της και τα εμπόδια που συναντά στην πραγμάτωσή τους.

Τα φύλα στη λογοτεχνία. Προτεινόμενο θέμα 2


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη «Ελένη ή ο Κανένας»

(Στα νιάτα της η Ελένη Μπούκουρα ντύθηκε άντρας για να μπορέσει να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τον ζωγράφο Σαβέριο Αλταμούρα, γέννησε τα παιδιά της (ανάμεσά τους το ζωγράφο Ιωάννη Αλταμούρα), ενώ αργότερα επέστρεψε εγκαταλειμμένη από τον άντρα της στην Αθήνα και εργάστηκε ως ζωγράφος. Στο απόσπασμα η ηρωίδα απευθύνεται –νοερά- στο γιο της Ιωάννη και του διηγείται σαν παραμύθι την ιστορία της ζωής της.)

Ο φόβος του παιδιού είναι κλειδί για παραμύθι. Εκείνο που σου άρεσε θα ξαναπώ απόψε, για να σε παρηγορήσω. Για μια κοπέλα –Ελληνίδα ήταν- όπου ντύθηκε σαν παλικάρι για να περιπλανηθεί στον κίνδυνο και να γνωρίσει την αλήθεια. Το πρώτο αληθινό ήταν που έμαθε καλά μια τέχνη. Το δεύτερο ήταν που αγάπησε έναν άνδρα, έναν ζωγράφο, αλλά δεν κάτεχε ούτε πώς να του το πει ούτε πώς να τον κάνει να την αγαπήσει. Φρόντισε λοιπόν και γίναν φίλοι, αυτή πάντοτε ντυμένη σαν παλικαράκι. Μαζί τριγύρναγαν σε λόφους στρογγυλούς με ελιές και κυπαρίσσια στην Τοσκάνη, μαζί μπαίναν στις εκκλησιές της Ιταλίας για να προσκυνήσουν και να σχεδιάσουν τους αγίους, μαζί ζωγράφιζαν τα ίδια γυμνά μοντέλα στο εργαστήριο του ζωγράφου, μαζί ξεκίναγαν από νωρίς τις συζητήσεις με άλλους καλλιτέχνες σε ωραία καφενεία για να τις τελειώσουν κάτω απ’ το φεγγάρι στα παλιά γεφύρια του Άρνου, μαζί διαβάζανε μυθιστορήματα και στίχους και καθημερινές εφημερίδες. Ώσπου μια μέρα έγινε γιορτή μεγάλη. Πήγανε στη γιορτή οι δυο τους, πήγανε και πολλοί άλλοι για την αγάπη Ελλάδας κι Ιταλίας, γιατί είχανε κοινά σημεία οι δυο χώρες τότε. Φάγανε, ήπιανε κι ήρθε η ώρα για να τραγουδήσουν. Μια άγνωστη κοπέλα σηκώθηκε και είπε ένα ελληνικό τραγούδι. Τότε η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, έχασε τα λογικά της, γιατί αυτό ακριβώς ήταν το αγαπημένο της τραγούδι, και για χρόνια δεν το είχε ακούσει. Έλεγε εκείνο το τραγούδι «Σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη, εκρυβόταν για μας λευτεριά. Ήρθε η μέρα, πετιέται, ανάφτει, εξανοίχτη σε κάθε μεριά». Ο κόσμος γύρισε τ’ επάνω κάτω, καθώς η Ελληνίδα η ντυμένη παλικάρι, σπάραζε για τη μακρινή πατρίδα της. Και για όσα, βάζοντας τα αντρίκεια ρούχα, είχε από την καρδιά της ξεριζώσει., για να πετύχει το σκοπό της, να βρει την αλήθεια. Όρμησε, αγκάλιασε και φίλησε την άγνωστη κοπέλα, που είχε τραγουδήσει το αγαπημένο της τραγούδι.
Κόντεψε τότε να γενεί καβγάς. Πώς ένας ξένος άντρας τόλμησε, λέγανε στην παρέα της άλλης κοπέλας, πώς έλαβε δικαίωμα να φιλήσει την άγνωστή του κόρη; Χωριστήκανε στα δυο τα έθνη και οι φίλοι, δώθε Ρωμιοί, κείθε Ιταλιάνοι. Και η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, κατάλαβε πως τώρα είχε φτάσει πια η ώρα της τρίτης αλήθειας, εκείνης που στα παραμύθια είναι πάντα η αποφασιστική. Αυτή ορίζει πλέον, είτε χτίζοντας το βίο είτε ρίχνοντάς τον. Καμιά φορά ορίζει να συμπορεύονται σ’ άγνωστο δρόμο και τα δυο μαζί, γιατί –μπορεί να είσαι μικρός, μάθε το όμως από τώρα Ιωάννη – τίποτα στη ζωή δεν είναι πάντα μόνο ένα. Ως και σ’ αυτό το κεφάλι που χαϊδεύω, το χέρι μου αγγίζει του Σαβέριο το χέρι, κι ας μην τον έχω ξαναδεί για τόσα χρόνια.
Η τρίτη, η αποφασιστική αλήθεια ήταν του ανέμου. Η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, ανέβηκε σε μια καρέκλα –στην αρχή φοβήθηκε, πρέπει να σου πω – και ζήτησε να γίνει ησυχία. Σοβαρή, συγκινημένη είπε δυνατά για να την ακούσουν όλοι οι άνθρωποι της γης, ως και οι κάτω από τη γη ακόμη, ότι ο άνδρας που έβλεπαν μπροστά τους, που μερικοί τον γνώριζαν από καιρό, δεν ήταν άνδρας μα γυναίκα. Ότι βρέθηκε αναγκασμένη να ντυθεί με τέτοια ρούχα για να μπορεί να τριγυρίσει και να αναζητήσει την αλήθεια. Είχε πιστέψει σ’ άλλα παραμύθια, που έλεγαν πως όταν ένα παλικάρι βγει σ’ αυτό το φιλοκίνδυνο ταξίδι, στο τέλος βρίσκει την αλήθεια: παντρεύεται με την καλή του, γίνεται βασιλιάς, κάνει παιδιά και ζει ευτυχισμένο. Ήτανε όμως απαγορευμένο στις γυναίκες να βγουν σ’ αυτή την περιπλάνηση. Ποιος ξέρει αν, με το αλλιώτικο μυαλό τους, δεν ανακάλυπταν στο τέλος πως η ποθητή αλήθεια δεν έχει μόνο μία όψη μα πολλές; Μαγεία, αμαρτία, τρέλα, ανατροπή αντί του γάμου, της εξουσίας, της συνέχειας, της ευτυχίας – ιδού το αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να ’χει η περιπλάνηση γυναίκας. Η Ελληνίδα όμως εκείνη, σαν Αρβανίτισσα ήταν πεισματάρα, είχε τον τρόπο και πολλά πνευματικά εφόδια, ντύθηκε άνδρας και ξεκίνησε να μάθει. Είπε τελειώνοντας την αποκάλυψή της ότι ακόμη μάθαινε, αφού το ταξίδι της δεν είχε ακόμη τελειώσει. Μπορεί να τέλειωνε σε τούτο το σημείο. Και τώρα, που όλοι γνώριζαν, μπορούσαν να την τιμωρήσουν ή να την αγαπήσουν.
Ελένη ήταν το όνομά της.
Αμέσως την αγάπησε ο ζωγράφος, που κι εκείνη αγαπούσε. Η αγάπη του στάθηκε μαζί και τιμωρία, όπως είναι καμιά φορά η αγάπη των ανδρών. Αυτό δεν εφαινόταν από την αρχή, όταν ο άνεμός του την εσήκωσε σε δυνατή και τρυφερή αγκάλη, και την ταξίδεψε για λίγο στους εφτά ουρανούς. Εκεί γεννήθηκαν και οι δυο μου άγγελοι – εσύ, Ιωάννη, που αποκοιμήθηκες πάνω στο παραμύθι και η αδελφή σου η Σοφία. Κι έπειτα ο τρίτος, ο Αλέξανδρος, που κάπου σε μια ξένη γη θα ζει ακόμη. Αν ζει, γιατί έχει χρόνια να μου στείλει γράμμα.

Ερωτήσεις
1.     Παρουσιάστε τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, την Ελένη, δίνοντας έμφαση στη στάση που κράτησε απέναντι στα στερεότυπα της εποχής της για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας.  (25 μονάδες)
2.     Ποιο είναι το θέμα του μυθιστορήματος; Συσχετίστε το με τη σύγχρονη εποχή.                                                                                        (25 μονάδες)
3.     Παρουσιάστε τη σκηνή της αποκάλυψης της ταυτότητας της ηρωίδας, όπως θα την έβλεπε ένας άντρας της εποχής.                 (25 μονάδες)
4.     Γράψτε μία επιστολή που θα έστελνε η ηρωίδα στον πατέρα της, για να του διηγηθεί την περιπέτειά της στην Ιταλία.            (25 μονάδες)

Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου, Προτεινόμενο θέμα 1


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Η μεγάλη πράσινη»

Η Ιωάννα έφυγε από το σπίτι της στην Κυψέλη μια Τρίτη. Αυτό είναι σίγουρο –ότι ήταν Τρίτη – γιατί μόλις είχε γυρίσει από τη λαϊκή αγορά κι είχε σωριάσει τα φρούτα και τα λαχανικά στο μωσαϊκό της κουζίνας της. Σκέφτηκε ότι τώρα έπρεπε να κάνει μια πολύ λογική τακτοποίηση, για να χωρέσουν όλα αυτά στο μικρό της ψυγείο. Φαίνεται ότι αυτή η διαδικασία της τακτοποίησης, της τάξης, της λογικής, το μικρό ψυγείο, η μικρή κουζίνα έσπασαν την εύθραυστη πια αντοχή της Ιωάννας και την πίεσαν περισσότερο απ’ όσο άντεχε αυτόν τον καιρό.
Γιατί, πραγματικά, σ’ όλη της τη ζωή η Ιωάννα πιεζόταν.
Μικρή ήταν ένα ήσυχο και ονειροπόλο κοριτσάκι που του άρεσε να μονολογεί με τις ώρες, να φτιάχνει ιστορίες, να μπαίνει σ’ αυτές και να χάνεται. Η λογική της μητέρας όμως, αμείλικτη και ψυχρή, τη γύριζε πάντα στην πραγματικότητα.
Η μητέρα ετοίμαζε για την κόρη μια ζωή ανάλογη με τη δική της, όπου το ωφέλιμο και το χρήσιμο έθαβαν το όνειρο και την ουτοπία. Η μανία της μητέρας ήταν η ανεξαρτησία που δίνει ένα καλό επάγγελμα. Ρεαλίστρια και βασανισμένη η ίδια, ήθελε για την κόρη της ένα σίγουρο μέλλον. Και τη σιγουριά δεν τη δίνει ένας γάμος. Διότι ο έρωτας τυφλώνει και είναι κακός οδηγός κι αν δεν έχεις ένα επάγγελμα και μια ανεξαρτησία, πώς θα μπορέσεις να κάνεις πέρα έναν άχρηστο σύζυγο; … Έτσι, με δυο τρεις φράσεις –κλειδιά, είχε βεβαιώσει τη μικρή Ιωάννα ότι ο έρωτας μεν μπορεί να υπάρχει αλλά σε δεύτερη πάντα μοίρα.
Το κοριτσάκι δεν το ενδιέφερε βέβαια ούτε ο έρωτας, αν και μονίμως ένιωθε ερωτευμένο, ούτε το σίγουρο επάγγελμα. Το μόνο που το ένοιαζε ήταν μην τύχει και χάσει την αγάπη της μητέρας του, μην τύχει και την απογοητεύσει. Και αυτή η πτώση από την περίοπτη θέση της καρδιάς της μητέρας ήταν για την Ιωάννα ο μεγάλος της εφιάλτης. Ούτε πατέρας υπήρχε ούτε άλλα αδέρφια, για να αναπληρώσουν το χαμένο παράδεισο.
Εκείνη την Τρίτη η Ιωάννα εγκατέλειψε το σπίτι της, δεν είχε να φοβάται τίποτα. Τα είχε χάσει όλα. Η μητέρα, πεθαμένη από χρόνια, δεν την απειλούσε πια.
Όλες οι θεωρίες της περί έρωτος και συζύγων κι επαγγελμάτων βγήκαν αληθινές. Και βγήκαν αληθινές, γιατί η Ιωάννα ήταν προετοιμασμένη ακριβώς γι’ αυτό. Ουδέποτε άφησε το όνειρο να σπρώξει λίγο την πραγματικότητα. Ουδέποτε δέχτηκε την πρόκληση να κάνει κάτι πέρα απ’ τα εγκεκριμένα. Ήταν ένα υπάκουο παιδί που έγινε μια μετρημένη γυναίκα. Υπέταξε τα πάθη της και τα όνειρά της τα έθαψε βαθιά μέσα της. Αλλά τα πάθη και να όνειρα παίρνουν πάντα εκδίκηση.
Στην επιθυμία της Ιωάννας να γίνει ζωγράφος, η μητέρα αντέταξε μια σειρά από ακλόνητα επιχειρήματα. Προς τι η αγωνία του καλλιτέχνη;… Κι αν κάτι πάει στραβά στη ζωή της, τι εξασφάλιση θα της έδινε αυτό το επάγγελμα;… Αφού είναι γνωστό ότι οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα…
Υπάκουη πάντα η Ιωάννα, δέχτηκε να υποκαταστήσει το όνειρο. Μαθήτευσε κι έγινε μία καλή αντιγραφέας βυζαντινών εικόνων. Η τέχνη στην υπηρεσία του εμπορίου.
Ήταν καλή και ευσυνείδητη αντιγραφέας. Η δουλειά, μονότονη αλλά αποδοτική, της εξασφάλιζε ένα βέβαιο παρόν κι ένα σίγουρο μέλλον. Αλλά τα όνειρα παίρνουν πάντα εκδίκηση. Άλλοτε βίαια και ανατρεπτικά κι άλλοτε υπόγεια και διαβρωτικά.  Η Ιωάννα, χωρίς κι η ίδια να το συνειδητοποιήσει, είχε αρχίσει να αυθαιρετεί. Να προσθέτει δικές της λεπτομέρειες στις εικόνες. Να τροποποιεί τα χρώματα, ν’ αλλάζει, ελάχιστα βέβαια, τη σύνθεση των εικόνων. Όμως ο καλός αντιγραφέας αντιγράφει, δε δημιουργεί. Έτσι, σιγά σιγά οι παραγγελίες άρχισαν να ελαττώνονται μέχρι που σχεδόν σταμάτησαν.
Εκείνη την Τρίτη, η Ιωάννα είχε να παραδώσει την τελευταία της παραγγελία, μια Άμπελο. Είχε τελειώσει το βελόνιασμα και την ετοίμαζε για χρύσωμα. Είχε απλώσει το μιξιόν και υπολόγισε ότι μέχρι να στεγνώσει, προλάβαινε να πάει στη λαϊκή να ψωνίσει.
Όταν γύρισε απ’ τα ψώνια, κι επειδή ο καιρός ήταν βορινός και ξηρός, το μιξιόν είχε πράγματι στεγνώσει. Όμως το χρύσωμα της Αμπέλου δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, διότι εκείνη την ημέρα η Ιωάννα εγκατέλειψε το σπίτι της.

Ερωτήσεις
1.     Στηριζόμενοι στο απόσπασμα που σας δόθηκε να σκιαγραφήσετε τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, την Ιωάννα, αναφερόμενοι στις κοινωνικές αντιλήψεις και συμβάσεις που την καταπιέζουν. 
2.     Πιστεύετε ότι το θέμα του μυθιστορήματος αγγίζει τους νέους σήμερα; Σχολιάστε το με βάση την καθημερινότητά σας.
3.     Παρουσιάστε  τα γεγονότα από την οπτική γωνία της μητέρας της Ιωάννας. (Εστιάστε την απάντησή σας στο χωρίο «Μικρή …. δεύτερη πάντα μοίρα)
4.     Η Ιωάννα φεύγοντας από το σπίτι αφήνει ένα γράμμα στη –νεκρή πια – μητέρα της βγάζοντας στην επιφάνεια όλα τα καταπιεσμένα της συναισθήματα και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της.